- δίσκηπτρος
- δίσκηπτρος, -ον (Α)δίθρονος, δικρατής.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + σκήπτρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δισκήπτρου — δίσκηπτρος two sceptred masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)